- υπεραπλώ
- -όω, ΜΑ1. (σχετικά με τα πανιά τού πλοίου) απλώνω πάνω από το κατάστρωμα2. παθ. ὑπεραπλοῡμαι, -όομαια) απλώνομαι, εκτείνομαιβ) μτφ. υπερβαίνω, ξεπερνώ («τὸ θεῑον πάσης ὑπερηπλωμένον ἁπλότητος», Μάξ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ἁπλῶ / ἁπλοῦμαι (< ἁπλοῦς)].
Dictionary of Greek. 2013.